- περιμέτρησις
- περι-μέτρησις, ἡ, das Ringsummessen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
περιμέτρηση — η / περιμέτρησις, ήσεως, ΝΑ [περιμετρώ] νεοελλ. η περιμετρία αρχ. το να μετράει κανείς την περιφέρεια κυκλικού σώματος … Dictionary of Greek